Tου Στεφανου Kασιματη / kassimatis@kathimerini.gr
Το κίνημα «δεν πληρώνω, δεν πληρώνω» έχει απασχολήσει αρκούντως τον τελευταίο καιρό τους παρατηρητές των εξελίξεων. Δικαίως επισημαίνεται ότι η επέκταση αυτής της συμπεριφοράς υπονομεύει τα συναλλακτικά ήθη και αποσυνθέτει τον κοινωνικό ιστό, ιδίως μάλιστα όταν υιοθετείται από ανεύθυνες πολιτικές δυνάμεις, που καλλιεργούν σκοπίμως την κοινωνική ένταση και μετά βίας κρύβουν την επιδίωξή τους να δουν την Ελλάδα να καταρρέει. Δικαίως, επίσης, έχει επισημανθεί ότι για τη συμπεριφορά αυτή, σε ικανό βαθμό, ευθύνεται και η κυβέρνηση, όταν ασκεί φεουδαρχικού τύπου διοίκηση, όπως λ.χ. στην περίπτωση της τιμής των εισιτηρίων στις δημόσιες συγκοινωνίες, όπου ενέκρινε μεν την αύξηση κατά 40%, ενώ την ίδια στιγμή ..............
ουσιαστικά αδιαφορεί για την αντιμετώπιση της λαθρεπιβίβασης, που κινείται περίπου στο ίδιο ποσοστό. Ομως, στις αναλύσεις του φαινομένου που έχω διαβάσει δεν είδα να θίγεται καθόλου μία άλλη διάστασή του, η οποία νομίζω ότι αποτελεί και τη βαθύτερη αιτία του: ότι το κίνημα «δεν πληρώνω, δεν πληρώνω» δεν είναι παρά η λογική προέκταση του αξιώματος «δεν μετράω, δεν μετράω», επάνω στο οποίο χτίστηκε το κράτος της μεταπολίτευσης.
Η πραγματικότητα βρίθει σχετικών παραδειγμάτων. Ισως το χαρακτηριστικότερο όλων είναι ότι, ενώ ο δημόσιος τομέας είναι υπερδιογκωμένος με πάσης φύσεως οργανισμούς και υπηρεσίες, την ίδια στιγμή δεν διαθέτει μία αξιόπιστη υπηρεσία για να μελετά τη σχέση κόστους - οφέλους των αποφάσεών του, όπως συμβαίνει σε κάθε οργανωμένο κράτος της Δύσης. Εδώ, εμείς ελέγχουμε απλώς το σύννομο των αποφάσεων κι αυτό μας αρκεί – ίσως διότι το «κιμπαριλίκι» είναι βασικό στοιχείο στον πολιτισμό της Πλουτοκώσταινας. Ετσι, μέσα σε ένα ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον αφειδούς δανεισμού, διαμορφώθηκε ένα είδος πολιτικού του οποίου η διαχειριστική καπατσοσύνη εξηντλείτο στην ικανότητά του να αποσπά περισσότερα κονδύλια για το υπουργείο ή τον δήμο του και τις εξαρτώμενες από αυτούς συντεχνίες, χωρίς να τον απασχολεί από πού θα βρεθούν τα χρήματα. Με τον τρόπο αυτό, το αίτημα της καλύτερης ποιότητας υπηρεσιών του δημόσιου τομέα συνδέθηκε –και παραμένει ακόμη συνδεδεμένο– στη σκέψη πολιτών και πολιτικού κόσμου με ακόμη μεγαλύτερες αυξήσεις μισθών και ακόμη περισσότερες προσλήψεις. (Ο απερίγραπτος ΣΥΡΙΖΑ, λ.χ., δεν είναι εκείνος που περιλαμβάνει στο πρόγραμμά του την άμεση πρόσληψη 100.000 υπαλλήλων στην εκπαίδευση και την Yγεία;) Θυμίζω, εν παρόδω, και τη σκανδαλώδη περίπτωση των νοσοκομείων, όπου μέχρι πρότινος δεν είχε εφαρμοσθεί το διπλογραφικό λογιστικό σύστημα – και, επειδή εδώ είναι Ελλάδα, ίσως να μην έχει εφαρμοσθεί ακόμη. Ας μην ξεχνάμε, επίσης, ότι προσφάτως μόλις, διά της απογραφής, το Δημόσιο κάθησε επιτέλους να μετρήσει τον αριθμό των υπαλλήλων του. Σε τελευταία ανάλυση, η ίδια η κρίση που αντιμετωπίζουμε σήμερα, το τεράστιο δημόσιο χρέος και το έλλειμμα είναι το αποτέλεσμα ενός κράτους που δεν καταδεχόταν να μετρήσει σχεδόν τίποτε.
Ομολογουμένως, ελάχιστους πολιτικούς θυμάμαι να προειδοποιούν για τους κινδύνους που ενέχει η πορεία ενός κράτους που δεν μετράει τίποτε ή, μάλλον, για να είμαι ακριβής, τον εξής ένα: τον Στέφανο Μάνο, που από το 1997 φωνάζει για το θέμα και το μόνο που κατόρθωσε είναι να χάσει τους ψηφοφόρους του. Ετσι, όμως, με το «κιμπαριλίκι» του κράτους, διαμορφώνεται η κουλτούρα της «τζαμπαρίας» και φθάσαμε σήμερα στο σημείο όπου βρισκόμαστε. Τζαμπατζήδες και κιμπάρηδες είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Σίγουρα δεν είναι τυχαίο ότι και τις δύο αυτές τάσεις εκφράζει σήμερα άριστα ο ΣΥΡΙΖΑ, τα στελέχη του οποίου και την κρατική επιδότηση δέχονται ευχαρίστως (ενώ συγχρόνως δαιμονολογούν το Μνημόνιο που την εξασφαλίζει...) και την κάθε μορφής λαθρεπιβίβαση ενθαρρύνουν.
kathimerini
Το κίνημα «δεν πληρώνω, δεν πληρώνω» έχει απασχολήσει αρκούντως τον τελευταίο καιρό τους παρατηρητές των εξελίξεων. Δικαίως επισημαίνεται ότι η επέκταση αυτής της συμπεριφοράς υπονομεύει τα συναλλακτικά ήθη και αποσυνθέτει τον κοινωνικό ιστό, ιδίως μάλιστα όταν υιοθετείται από ανεύθυνες πολιτικές δυνάμεις, που καλλιεργούν σκοπίμως την κοινωνική ένταση και μετά βίας κρύβουν την επιδίωξή τους να δουν την Ελλάδα να καταρρέει. Δικαίως, επίσης, έχει επισημανθεί ότι για τη συμπεριφορά αυτή, σε ικανό βαθμό, ευθύνεται και η κυβέρνηση, όταν ασκεί φεουδαρχικού τύπου διοίκηση, όπως λ.χ. στην περίπτωση της τιμής των εισιτηρίων στις δημόσιες συγκοινωνίες, όπου ενέκρινε μεν την αύξηση κατά 40%, ενώ την ίδια στιγμή ..............
ουσιαστικά αδιαφορεί για την αντιμετώπιση της λαθρεπιβίβασης, που κινείται περίπου στο ίδιο ποσοστό. Ομως, στις αναλύσεις του φαινομένου που έχω διαβάσει δεν είδα να θίγεται καθόλου μία άλλη διάστασή του, η οποία νομίζω ότι αποτελεί και τη βαθύτερη αιτία του: ότι το κίνημα «δεν πληρώνω, δεν πληρώνω» δεν είναι παρά η λογική προέκταση του αξιώματος «δεν μετράω, δεν μετράω», επάνω στο οποίο χτίστηκε το κράτος της μεταπολίτευσης.
Η πραγματικότητα βρίθει σχετικών παραδειγμάτων. Ισως το χαρακτηριστικότερο όλων είναι ότι, ενώ ο δημόσιος τομέας είναι υπερδιογκωμένος με πάσης φύσεως οργανισμούς και υπηρεσίες, την ίδια στιγμή δεν διαθέτει μία αξιόπιστη υπηρεσία για να μελετά τη σχέση κόστους - οφέλους των αποφάσεών του, όπως συμβαίνει σε κάθε οργανωμένο κράτος της Δύσης. Εδώ, εμείς ελέγχουμε απλώς το σύννομο των αποφάσεων κι αυτό μας αρκεί – ίσως διότι το «κιμπαριλίκι» είναι βασικό στοιχείο στον πολιτισμό της Πλουτοκώσταινας. Ετσι, μέσα σε ένα ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον αφειδούς δανεισμού, διαμορφώθηκε ένα είδος πολιτικού του οποίου η διαχειριστική καπατσοσύνη εξηντλείτο στην ικανότητά του να αποσπά περισσότερα κονδύλια για το υπουργείο ή τον δήμο του και τις εξαρτώμενες από αυτούς συντεχνίες, χωρίς να τον απασχολεί από πού θα βρεθούν τα χρήματα. Με τον τρόπο αυτό, το αίτημα της καλύτερης ποιότητας υπηρεσιών του δημόσιου τομέα συνδέθηκε –και παραμένει ακόμη συνδεδεμένο– στη σκέψη πολιτών και πολιτικού κόσμου με ακόμη μεγαλύτερες αυξήσεις μισθών και ακόμη περισσότερες προσλήψεις. (Ο απερίγραπτος ΣΥΡΙΖΑ, λ.χ., δεν είναι εκείνος που περιλαμβάνει στο πρόγραμμά του την άμεση πρόσληψη 100.000 υπαλλήλων στην εκπαίδευση και την Yγεία;) Θυμίζω, εν παρόδω, και τη σκανδαλώδη περίπτωση των νοσοκομείων, όπου μέχρι πρότινος δεν είχε εφαρμοσθεί το διπλογραφικό λογιστικό σύστημα – και, επειδή εδώ είναι Ελλάδα, ίσως να μην έχει εφαρμοσθεί ακόμη. Ας μην ξεχνάμε, επίσης, ότι προσφάτως μόλις, διά της απογραφής, το Δημόσιο κάθησε επιτέλους να μετρήσει τον αριθμό των υπαλλήλων του. Σε τελευταία ανάλυση, η ίδια η κρίση που αντιμετωπίζουμε σήμερα, το τεράστιο δημόσιο χρέος και το έλλειμμα είναι το αποτέλεσμα ενός κράτους που δεν καταδεχόταν να μετρήσει σχεδόν τίποτε.
Ομολογουμένως, ελάχιστους πολιτικούς θυμάμαι να προειδοποιούν για τους κινδύνους που ενέχει η πορεία ενός κράτους που δεν μετράει τίποτε ή, μάλλον, για να είμαι ακριβής, τον εξής ένα: τον Στέφανο Μάνο, που από το 1997 φωνάζει για το θέμα και το μόνο που κατόρθωσε είναι να χάσει τους ψηφοφόρους του. Ετσι, όμως, με το «κιμπαριλίκι» του κράτους, διαμορφώνεται η κουλτούρα της «τζαμπαρίας» και φθάσαμε σήμερα στο σημείο όπου βρισκόμαστε. Τζαμπατζήδες και κιμπάρηδες είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Σίγουρα δεν είναι τυχαίο ότι και τις δύο αυτές τάσεις εκφράζει σήμερα άριστα ο ΣΥΡΙΖΑ, τα στελέχη του οποίου και την κρατική επιδότηση δέχονται ευχαρίστως (ενώ συγχρόνως δαιμονολογούν το Μνημόνιο που την εξασφαλίζει...) και την κάθε μορφής λαθρεπιβίβαση ενθαρρύνουν.
kathimerini
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου