Για τα διόδια γκρινιάζαμε από χρόνια. Για την υψηλή συχνότητα με την οποία φυτεύονται στο εθνικό δίκτυο, για το ύψος του αντιτίμου, για το γεγονός ότι πληρώναμε για δρόμους που παρέμεναν σκοτώστρες ή προπληρώναμε για άλλους που θα κατασκευάζονταν κάποτε κάπου αλλού, γινόμασταν, δηλαδή, αθέλητοι χρηματοδότες της «ανάπτυξης» άπληστων ιδιωτικών κορβανάδων. Και γκρινιάζαμε ο καθένας μόνος του, μετρώντας τα ψιλά μας, ή στην παρέα μας.
Το παράπονο όμως έσβηνε γρήγορα, επειδή δεν έσμιγε με των άλλων, των αγνώστων, ώστε να αποκτήσει όγκο, βαρύτητα, συνέχεια και να έχει κάποια ελπίδα ότι θα ακουστεί από μια πολιτεία που μοίραζε και μοιράζει τα δημόσια έργα με βάση τους νόμους της αγοράς, ο εστί μεθερμηνευόμενον, τους νόμους της διαπλοκής. Αντιμετωπίζαμε, δηλαδή, την ιδιωτικοποίηση του εθνικού δικτύου όπως ακριβώς την ιδιωτικοποίηση των δημοσίων παραλιών, που με μια περίφραξη κι ένα ακριβό εισιτήριο «αναβαθμίζονται» σε «πλαζ» · μουτρώναμε και περιμέναμε να .........
αναλάβει δράση, ανθ’ ημών, κάποιο κόμμα ή δήμαρχος, την ώρα μάλιστα που συνεχίζαμε το τροπάριο πως «όλοι οι πολιτικοί ίδιοι είναι, κι όλοι οι δήμαρχοι».
Κι επειδή στην πολιτική, πέρα από τις κινούσες ιδέες, χρειάζεται κι ένας υλικός λόγος για να αναπτυχθούν αγώνες, όταν κλονίστηκε η υλική μας βάση, ατομική και συλλογική, όταν το τρίευρο έφτασε να μετράει σαν κάτι περισσότερο από φιλοδώρημα, η διάχυτη μεμψιμοιρία έγινε διαμαρτυρία και μάλιστα όλο και περισσότερο μαζική και οργανωμένη. Ο αρχικός αυθορμητισμός έδωσε τη θέση του στον διαδικτυακό συντονισμό κι αυτό που έμοιαζε ακίνδυνο παιχνίδι έγινε ρεύμα, ιδίως σε όσες περιοχές πλήττονται περισσότερο από το κόστος των διοδίων. Η κυβέρνηση, με ευήκοο πάντοτε ους, ανταποκρίθηκε αμέσως: αποφασίζοντας ό, τι της υπαγόρευσαν οι κοινοπραξίες, αύξησε αφ’ ενός τις μπάρες ανά την Ελλάδα, αφ’ ετέρου την τιμή του «διαβατηρίου». Λογικό. Αφού απολαμβάνουμε την υψηλότερη τιμή της βενζίνης πανευρωπαϊκά, πρέπει να έχουμε και τα ακριβότερα διόδια. Στο κάτω κάτω, έχουμε και τους καλύτερους δρόμους και τα λιγότερα τροχαία, ακριβώς επειδή οι δρόμοι μας είναι μια χαρά.
Πήραμε, λοιπόν, αμπάριζα και από το κάποτε εθνικό σύνθημα «κάτσε κάτω από την μπάρα», της εποχής που η άρση βαρών ικανοποιούσε τον εθνικό μας εγωισμό και δεν παρανοιαζόμασταν για την καθαρότητα όλων της των μεταλλίων, μετακινηθήκαμε στο «κάτω η μπάρα». Αυτό συμβαίνει, λένε μερικοί, επειδή έχουμε το μικρόβιο της ανομίας μέσα μας, φυλετικώς, με αποτέλεσμα να αρρωσταίνουμε μια στο τόσο. Οι... αρσιμπαρίστες, όμως, θα ήταν παράνομοι αν ήταν νόμιμοι οι διοδιάδες. Μόνο που ούτε οι ίδιοι δεν εμφανίζονται βέβαιοι για την εισπρακτική τους νομιμότητα. Αν πίστευαν πως είναι απολύτως συνταγματικοί, θα είχαν στήσει ολόκληρο ιδιωτικό στρατό στα διόδια.
kathimerini
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου