Πείτε το ηττοπάθεια ή όπως αλλιώς προτιμάτε, αλλά «η βάσιμη ελπίδα να γλιτώσουμε την πτώχευση», την οποία διαπιστώνει ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης στην υπερψήφιση της συμφωνίας με τον μηχανισμό στήριξης, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει. (Ο επίτιμος μάλλον το ισχυρίζεται από οικογενειακή υποχρέωση – για να ενισχύσει εμμέσως την απόφαση της Ντόρας...) Ελπίδα να ξεφύγουμε από τη μοίρα της υπερχρεωμένης οικονομίας μας δεν υπάρχει, γιατί η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης δεν έχει τη διάθεση να ακούσει. Επιμένει να ζει τον ηδονιστικό μύθο της, βέβαιη ότι πάντα θα υπάρχει ένας μαγικός τρόπος (η μαγκιά του Ελληνα, βλέπετε...) ώστε να δουλεύεις λιγότερο και να ζεις πλουσιότερα.
Το πρόβλημα ήταν γνωστό και είχε περιγραφεί λεπτομερώς από τον Απόστολο Λάζαρη τον Μάιο του 1988, στην έκθεση που είχε συντάξει για την κατάσταση της οικονομίας, με αποδέκτη τον Ανδρέα Παπανδρέου: «Σ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση φτάσαμε λόγω των .........
ανεξέλεγκτων αυξήσεων των δημοσίων δαπανών κατά τα προηγούμενα χρόνια. Και το πρόβλημα τώρα είναι ότι δεν μπορούμε πια εύκολα να ελέγξουμε την κατάσταση, γιατί μπήκε ήδη σε λειτουργία ο αυτόματος πιλότος του δημοσίου χρέους και άλλων ανελαστικών κονδυλίων, που επηρεάζουν αυτόνομα τη διαμόρφωση του προϋπολογισμού, ανεξάρτητα, δηλαδή, από την κυβερνητική βούληση».
Μέσω του δανεισμού, οι κυβερνήσεις του Παπανδρέου δεκαπλασίασαν τις δημόσιες δαπάνες μέσα στα πρώτα επτά χρόνια διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ, χτίζοντας έτσι το κομματικό κράτος. Οκτώ χρόνια μετά την προειδοποίηση του Απ. Λάζαρη, το κράτος είχε πλέον αυτονομηθεί και καθοδηγούσε τις κυβερνήσεις.
Τότε, το 1996, με συνέντευξή του σε τούτη την εφημερίδα, ο Στέφανος Μάνος προειδοποιούσε: «Το κράτος ξοδεύει χωρίς κανέναν έλεγχο. Δεν διορθώνεται αυτή η κατάσταση με μικρά βήματα. Την κατάσταση έχει αποδώσει πλήρως ο κ. Σημίτης, με αυτά που λέει για “το κλίμα του ωχαδελφισμού, την κοινωνία της αρπαχτής και των κολλητών”, αλλά δεν είναι σε θέση να προσφέρει τη λύση. Ο χαρακτήρας και το μέγεθος του κράτους είναι αυτά που μας έκαναν να γίνουμε έτσι. Βολεμένοι, συμβιβασμένοι, φοβούμενοι κάθε αλλαγή. Κανείς δεν θέλει να τα βάλει μαζί του γιατί όλοι έχουν δημιουργήσει σχέσεις εξάρτησης. Το κράτος είναι βαθύτατα διεφθαρμένο σε όλες του τις βαθμίδες, εκτός ελέγχου. Επηρέασε ακόμη και τον επιχειρηματικό κόσμο, που είναι από τη φύση του καινοτόμος».
Το 2008, είκοσι χρόνια μετά τον Απ. Λάζαρη, στην ομιλία του για τον προϋπολογισμό του 2009, ο Αλέκος Παπαδόπουλος φώναζε σε ώτα μη ακουόντων: «Πρέπει να ομολογήσουμε ενώπιον του ελληνικού λαού ότι ένας ιδιότυπος παραπλανητικός λαϊκισμός διατρέχει το σύνολο της πολιτικής ζωής της χώρας μας. Είναι εκείνος ο οποίος δημιούργησε την πεποίθηση ότι η άσκηση πολιτικής δεν είναι η παραγωγή πλούτου, αλλά η άσκηση πολιτικής γίνεται με δανεικά [...]
Η σημερινή κρίση συναντά μια χώρα χωρίς παραγωγική βάση, με αποξηραμένες παραγωγικές δυνατότητες, αφού στο ΑΕΠ μας το 70% είναι κατανάλωση, με μια εκτεταμένη μαύρη οικονομία πάνω από 45%. Αυτό συνδυάζεται με τη θεσμική καταρράκωση της χώρας. Συνδυάζεται, επίσης, με το υψηλότερο στον κόσμο –και πρέπει να το πούμε στον ελληνικό λαό– έλλειμμα στο ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών, αλλά και με το δημόσιο χρέος. Αυτό το δημοσιονομικό κατάντημα, που είναι το χειρότερο στην Ευρώπη, δείχνει πολύ χαρακτηριστικά ότι το επόμενο διάστημα, στην κρίση που έρχεται τους επόμενους μήνες, το οικονομικό κραχ θα συναντηθεί με το κοινωνικό κραχ». Επομένως, το πρόβλημα ήταν εξαρχής γνωστό σε όσους είχαν το θάρρος να το κοιτάξουν, αλλά ήσαν λίγοι και οι πολλοί τους θεωρούσαν γραφικούς, νεοφιλελεύθερους ή, απλώς, ενοχλητικούς...
Θα υπήρχε ελπίδα αν ο πολιτικός κόσμος αποφάσιζε να κάνει τη δουλειά του, δηλαδή να οδηγήσει την κοινωνία, αντί να σύρεται πίσω από τους ψηφοφόρους και να τους τροφοδοτεί με φρούδες ελπίδες. Αν οι πολιτικοί –όσοι τουλάχιστον έχουν αίσθηση της ευθύνης τους– εξηγούσαν ευθέως την κατάσταση και δεν την παρουσίαζαν συγκεκαλυμμένη με στομφώδεις κορώνες και λυρικές αρλούμπες.
Πώς να το τολμήσουν, όμως, όταν αυτό θα τους υποχρέωνε αυτομάτως να δώσουν και εξηγήσεις για την πορεία ώς εδώ και τη στάση τους στο παρελθόν; Ετσι, σήμερα, της προσπάθειας για την εφαρμογή του προγράμματος διάσωσης ηγείται ένας πολιτικός, ο οποίος μόλις πριν από επτά μήνες επανελάμβανε ενσυνειδήτως το ψέμα ότι «λεφτά υπάρχουν», προκειμένου να κερδίσει τις εκλογές.
Είναι επόμενο, λοιπόν, ο Γιώργος Παπανδρέου να καταβάλλει την προσπάθεια και, συγχρόνως, να την υπονομεύει, αφού με κάθε τρόπο φροντίζει να μεταδίδει πόσο αβάστακτη του είναι η αντιμετώπιση της δυσάρεστης πραγματικότητας. Κρύβεται πίσω από την παραδοσιακή πασοκική ρητορική του ηρωικού αγώνα των Ελλήνων εναντίον της ξένης κηδεμονίας, αντί να εξηγήσει απερίφραστα πόσο τυχεροί είμαστε επειδή –λόγω του κινδύνου για το ευρώ και μόνον– προστρέχουν οι ξένοι στη σωτηρία μας.
Ως εναλλακτική επιλογή προβάλλει ο Αντώνης Σαμαράς, ο οποίος καταψήφισε τη συμφωνία χρηματοδότησης από τον μηχανισμό στήριξης, «όχι γιατί αρνούμαστε τη χρηματοδοτική στήριξη, που το ΠΑΣΟΚ κατέστησε απαραίτητη πλέον, αλλά διότι διαφωνούμε με την πολιτική που μας οδήγησε ώς εδώ»! Με απλά λόγια, μας λέει ότι δεν αρνείται την πραγματικότητα, αλλά την πορεία που μας οδήγησε στην πραγματικότητα. Και λοιπόν; Είτε διαφωνεί κανείς με την πορεία είτε όχι, η πραγματικότητα παραμένει η ίδια. Δυσκολεύομαι να καταλάβω –μολονότι πολύ θα το ήθελα– σε τι διαφέρει αυτή η ενσυνείδητη άρνηση της πραγματικότητας από την ανάλογη στάση της Αριστεράς, η οποία, ούτως ή άλλως, κινείται μονίμως στη σφαίρα του φανταστικού.
Ολα αυτά, όμως, εκπέμπουν προς τα έξω την εικόνα ότι το οικονομικό πρόβλημα της Ελλάδος είναι συνυφασμένο και αξεδιάλυτο από το πολιτικό και το πολιτισμικό. Δεν πρόκειται, λοιπόν, να χάσουν ούτε τον χρόνο ούτε τα κεφάλαιά τους προκειμένου να διασώσουν μια χώρα που δεν θέλει η ίδια να σωθεί.
Η πρωτοφανής επιχείρηση για τη διάσωσή μας είναι ό,τι για τον εθισμένο στην ηρωίνη η εισαγωγή του στην κλινική αποτοξίνωσης. Αν όμως ο ίδιος δεν έχει τη δύναμη να ακολουθήσει τη θεραπεία, είναι βέβαιο ότι θα ξανακυλήσει στα ίδια. Αν ο πολιτικός κόσμος ανεδείκνυε την αποφασιστικότητά του να εφαρμόσει το σχέδιο διάσωσης, αδιαφορώντας για τις απώλειες στις τάξεις του, είναι βέβαιο ότι οι ελεγκτές θα αντιμετώπιζαν με επιείκεια τις επιδόσεις μας. Θα κάνουν, όμως, το ίδιο όταν βλέπουν την πολιτική τάξη απρόθυμη να αποκαλύψει στους Ελληνες ότι το «Greek dream» τελείωσε για όλους μας;
Η πολιτική ηγεσία του τόπου, ανησυχώντας κυρίως για το δικό της αύριο, επιχειρεί να πείσει τον ασθενή να ακολουθήσει μια οδυνηρή θεραπεία, ενώ την ίδια στιγμή κάνει ό,τι μπορεί ώστε ο ασθενής να μην καταλάβει τη φύση της ασθένειάς του. Τέτοιους πολιτικούς είχε και η Αργεντινή και είδατε πού κατάντησε μια χώρα η οποία, πριν από περίπου έναν αιώνα, ήταν η τρίτη πλουσιότερη στον κόσμο...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου