Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2009

Ιστοσελίδα για τη ζωή και το έργο του Βασίλη Τσιτσάνη από το δήμο Τρικκαίων



Η ζωή και το έργο του Βασίλη Τσιτσάνη, "ζωντανεύουν" μέσα από την ιστοσελίδα www.tsitsanis.gr που σχεδίασε και "ανέβασε" στο διαδίκτυο ο δήμος Τρικκαίων, τιμώντας το μεγάλο Τρικαλινό δημιουργό.

Τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με το δήμαρχο Τρικκαίων, Μιχάλη Ταμήλο, ο Δήμος επιχειρεί να καλύψει το κενό σχετικά με την ανάδειξη και προβολή του έργου του διάσημου Τρικαλινού συνθέτη.

 Ήδη, πραγματοποιήθηκε έκθεση τεκμηρίων από τη ζωή και την εποχή του και πλέον προχωρά η δημιουργία του Μουσείου Τσιτσάνη, που θα αποτελεί σημείο αναφοράς για τους θαυμαστές και μελετητές της ζωής και του έργου του.

 "Με τη δημιουργία του ιστοχώρου, πιστεύουμε πως δίνουμε την δυνατότητα στο ευρύ κοινό να προσεγγίσει και να γνωρίσει τη ζωή και το έργο του μεγάλου δημιουργού. Στόχος της ιστοσελίδας είναι ακόμα να ενημερώσει για το έργο του δημιουργού, όπως επίσης και για τις εξελίξεις σχετικά με το "Μουσείο Τσιτσάνη" που θα λειτουργήσει σύντομα στα Τρίκαλα", δήλωσε ο κ. Ταμήλος......


Στην ιστοσελίδα, ο επισκέπτης μπορεί να δει σπάνια ντοκουμέντα από το έργο του Βασίλη Τσιτσάνη, ηχητικά χειρόγραφα και παρτιτούρες, τη βιογραφία του, πληροφορίες για τη δισκογραφία του αλλά και όλες τις δραστηριότητες του δήμου Τρικκαίων, που στοχεύουν στην ανάδειξη και προβολή του έργου του Τρικαλινού δημιουργού.

Ο Βασίλης Τσιτσάνης σύμφωνα μ' αυτά τα στοιχεία, γεννήθηκε στα Τρίκαλα από γονείς Ηπειρώτες. Τσαρουχάς ο πατέρας του, είχε ένα μαντολίνο με το οποίο έπαιζε σχεδόν αποκλειστικά κλέφτικα τραγούδια της πατρίδας του. Αυτά ήταν τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη, μαζί με τις βυζαντινές ψαλμωδίες που άκουγε στην εκκλησία. Στα 11 χρόνια του χάνει τον πατέρα του και μόνον τότε πέφτει στα χέρια του το μαντολίνο, το οποίο στο μεταξύ έχει μετατραπεί από κάποιον ντόπιο οργανοποιό σε μπουζούκι.

Στα γυμνασιακά του χρόνια, στα Τρίκαλα, μαθαίνει παράλληλα βιολί, συμμετέχοντας μ' αυτό σε τοπικές εκδηλώσεις. Το μπουζούκι, όμως, αν και χωρίς κοινωνική καταξίωση στη μικρή τοπική κοινωνία, τραβάει περισσότερο το ενδιαφέρον του. Τα πρώτα του τραγούδια τα γράφει σε ηλικία 15 χρονών. Στα τέλη του 1936 φεύγει από τα Τρίκαλα για την Αθήνα, με σκοπό να σπουδάσει νομικά.

Για να συμπληρώσει τα έσοδά του δουλεύει παράλληλα σε ταβέρνες. Σε μια απ' αυτές γνωρίζει τον τραγουδιστή Δημήτρη Περδικόπουλο, ο οποίος τον πηγαίνει σε μια δισκογραφική εταιρεία. Ηχογραφεί για πρώτη φορά το 1937, αλλά το κύριο μέρος των προπολεμικών δίσκων του ηχογραφείται τα επόμενα χρόνια.

Η "Αρχόντισσα" είναι το πιο γνωστό τραγούδι που ηχογραφεί τότε αλλά μαζί μ' αυτό βρίσκουν θέση στη δισκογραφία και τραγούδια, όπως τα "Να γιατί γυρνώ", "Γι 'αυτά τα μαύρα μάτια σου" και πολλά άλλα, που ερμηνεύουν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Κερομύτης αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης.

Μ' αυτά τα τραγούδια, ο Τσιτσάνης εισήγαγε ένα νέο είδος Λαϊκού τραγουδιού, το οποίο αποτείνεται στο πλατύτερο κοινό, σε αντίθεση με το ρεμπέτικο τραγούδι, που ενδιαφέρει ένα περιορισμένο κύκλο ακροατών.

Μ' αυτά απαντά στη λογοκρισία της Μεταξικής δικτατορίας, που απαγορεύει τόσο τα προϋπάρχοντα τραγούδια του ρεμπέτικου περιθωρίου όσο και τις εμφανείς ανατολίτικες μελωδίες.

Τα χρόνια της Κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου δουλεύει σε διάφορα μαγαζιά. Αυτά τα χρόνια γράφει πολλά από τα τραγούδια που ηχογραφεί μετά τον πόλεμο όταν άνοιξαν ξανά τα εργοστάσια δίσκων: "Αχάριστη", "Μπαξέ τσιφλίκι", "Τα πέριξ", "Νύχτες μαγικές", "Ζητιάνος της αγάπης", "Ντερμπεντέρισσα" και βέβαια τη "Συννεφιασμένη Κυριακή".

Το 1946 εγκαθίσταται ξανά στην Αθήνα και αρχίζει πάλι να ηχογραφεί. Η δεκαετία 1945 - 1955 είναι ίσως η κορυφαία της καριέρας του, καθώς γνωρίζει την πλατιά καταξίωση στη δισκογραφία. Φέρνει στο προσκήνιο νέες φωνές που υπηρετούν τα τραγούδια του και δένονται μαζί του: τη Μαρίκα Νίνου, τη Σωτηρία Μπέλλου, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη.

"Είμαστε αλάνια", "Πήρα τη στράτα κι έρχομαι", "Χωρίσαμε ένα δειλινό", "Τρελός τσιγγάνος", "Πέφτουν της βροχής οι στάλες", "Όμορφη Θεσσαλονίκη", "Αντιλαλούνε τα βουνά", "Κάνε λιγάκι υπομονή", "Φάμπρικες", "Πέφτεις σε λάθη", "Καβουράκια", "Κάθε βράδυ λυπημένη", "Ξημερώνει και βραδιάζει", "Έλα όπως είσαι", είναι μερικά μόνο από τα τραγούδια του γι' αυτή την περίοδο.

Καθώς, μετά τα μέσα της δεκαετίας του '50, το σκηνικό στο λαϊκό τραγούδι πλατιάς αποδοχής αλλάζει και κυριαρχούν κάποιες αραβικές ή και ινδικές επιρροές, ο Τσιτσάνης προσπαθεί να εγκλιματιστεί χωρίς να εγκαταλείψει το προσωπικό του ύφος. Το ίδιο κάνει και σε επόμενες εποχές, που η περιρρέουσα ατμόσφαιρα αλλάζει ξανά.

Χωρίς ποτέ να αποδεχτεί κάποια απ' τις εποχιακές "μόδες", παρουσιάζει πάντα κάποια τραγούδια που μπορούν να προστεθούν στα κλασικά του, αν και ανήκουν σε νεότερα χρόνια κι έχουν επιρροές απ' τον κυρίαρχο ήχο αυτών. Τραγούδια του ερμηνεύουν ο Καζαντζίδης, ο Μπιθικώτσης, ο Γαβαλάς, ο Αγγελόπουλος, η Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας κι από κάποιο σημείο και μετά, κατ' εξοχήν ο ίδιος. Το 1980, με πρωτοβουλία της UNESCO, ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο "Χάραμα"- έτσι λεγόταν το μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της καριέρας του και της ζωής του. Σ' αυτό το δίσκο παίζει μια σειρά από κλασικά του τραγούδια αλλά και πολλά αυτοσχέδια κομμάτια στο μπουζούκι.

Ο δίσκος αυτός, με την κυκλοφορία του στην Γαλλία (1985), παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας Charles Gross. Στο μεταξύ, όμως, ο κορυφαίος δημιουργός έχει φύγει για πάντα. Το 1984, ακριβώς την ημέρα των γενεθλίων του (18 Ιανουαρίου), πεθαίνει στο νοσοκομείο Brompton του Λονδίνου ύστερα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και 24 μέρες πριν, εμφανιζόταν κανονικά σε κέντρο και δούλευε νέα τραγούδια.

    Σε ό,τι αφορά το Μουσείο Βασίλη Τσιτσάνη, ο καλλιτεχνικός διευθυντής κ. Στέλιος Καραγιώργος σημειώνει ότι το πρώτο μουσείο για Έλληνα δημιουργό στη χώρα μας σε λίγους μήνες θα είναι πραγματικότητα, επισημαίνοντας πως τα εκατοντάδες τραγούδια του Τσιτσάνη, σπάνια σε ομορφιά και αυθεντικότητα, εκφράζουν το λαό, αποτελούν πηγή δύναμης, ελπίδας, παρηγοριάς, συμπαράστασης, αγάπης και τρυφερότητας, για όλες τις πτυχές της νεότερης ελληνικής ιστορίας και φυσιογνωμίας του ελληνικού λαού.
nooz.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: