Δευτέρα 9 Νοεμβρίου 2009

Τα Τείχη που δεν έπεσαν ακόμα, είκοσι χρόνια μετά...

Από την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ,
στην κρίση του «υπαρκτού καπιταλισμού» 
 
Του Πετρου Παπακωνσταντινου

Αναλαμβάνοντας τα προεδρικά του καθήκοντα το 1989, όταν είχαν ήδη αρχίσει οι προσεισμικές δονήσεις στην Ανατολική Ευρώπη, ο Τζορτζ Μπους διακήρυξε: «Ξέρουμε τι φέρνει αποτελέσματα. Η ελευθερία φέρνει αποτελέσματα… Ξέρουμε πώς διασφαλίζεται μια ζωή με περισσότερη δικαιοσύνη και ευημερία στον κόσμο: με τις ελεύθερες αγορές, τις ελεύθερες εκλογές, με την ελεύθερη βούληση να ακολουθεί τον δρόμο της χωρίς να εμποδίζεται από το κράτος».
Είκοσι χρόνια μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», η φιλελεύθερη βεβαιότητα του πρώτου πλανητάρχη στην ιστορία δεν φαίνεται εξίσου αυτονόητη. Ερευνα του αμερικανικού ινστιτούτου Πιου έδειξε ότι σε όλες τις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, πλην Πολωνίας και Τσεχίας, η πλειονότητα των ανθρώπων πιστεύει ότι η οικονομική κατάσταση ήταν καλύτερη επί κομμουνισμού.
Αλλά και στην Αμερική, το κατά Φουκουγιάμα δόγμα ότι ζούμε στον καλύτερο των δυνατών κόσμων χάνει έδαφος. Στο Λος Αντζελες, το Μουσείο Βέντε, με αφορμή τα 20 χρόνια από την πτώση του Τείχους, οργανώνει μεγάλη έκθεση για τα Τείχη που δεν έπεσαν ακόμα: όπως, το Τείχος που ύψωσε το Ισραήλ στην παλαιστινιακή Δυτική Οχθη, το Τείχος του Ρίο Γκράντε εναντίον των μεταναστών στα σύνορα ΗΠΑ - Μεξικού ή το Τείχος που χωρίζει τις εύπορες συνοικίες και τα τουριστικά αξιοθέατα του Ρίο ντε Τζανέιρο από τις παραγκουπόλεις των «καταραμένων».



Η πρωτοφανής, για τα μεταπολεμικά δεδομένα, οικονομική κρίση της τελευταίας διετίας προκάλεσε και ιδεολογικό κραχ. Μια από τις πλέον εντυπωσιακές αποστασίες είναι εκείνη του Πολ Κρεγκ Ρόπερτς, υφυπουργού Οικονομικών επί Ρόναλντ Ρίγκαν, ο οποίος έγραψε πρόσφατα στο περιοδικό «Κάουντερπαντς»:
«Αν ο Καρλ Μαρξ και ο Β. Ι. Λένιν ζούσαν σήμερα, θα ήταν βασικοί διεκδικητές του Βραβείου Νομπέλ Οικονομίας. Ο Μαρξ προέβλεψε την αυξανόμενη εξαθλίωση των ανθρώπων και ο Λένιν διείδε την καθυπόταξη του παραγωγικού κεφαλαίου στο χρηματιστικό, που αποκομίζει κέρδη αγοράζοντας και πουλώντας χαρτιά. Οι εκτιμήσεις τους ήταν μακράν ανώτερες από τα «μοντέλα οικονομικού κινδύνου» που χάρισαν Νομπέλ Οικονομίας και πιο ρεαλιστικές από τις προβλέψεις των προέδρων της Ομοσπονδιακής Τράπεζας, των υπουργών Οικονομικών και των βραβευμένων οικονομολόγων, όπως ο Πολ Κρούγκμαν, που πιστεύει ότι η λύση στις οικονομικές κρίσεις είναι περισσότερες πιστώσεις και περισσότερο χρέος».
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το 1989 ήταν μια από τις χρονιές - ορόσημα του εικοστού αιώνα. Οχι όμως γιατί σηματοδότησε την «πτώση του κομμουνισμού». Ο ιστορικός κομμουνισμός ήταν το πρώτο παγκόσμιο κίνημα χειραφέτησης, με ορίζοντα την κοινωνική αυτοδιαχείριση και με εμβρυακές μορφές την Παρισινή Κομμούνα του 1871 και τα ρωσικά Σοβιέτ του 1905 και του 1917.
Αυτό το ρεύμα ηττήθηκε πολύ πριν από το 1989, ήδη από τη δεκαετία του 1920, όταν έχασε τις καθοριστικές μάχες: Στη Σοβ. Ενωση, με την επικράτηση του σταλινισμού· στη Γερμανία, με το οριστικό κλείσιμο της παρατατεταμένης επαναστατικής αναταραχής του 1918 - '23· στην Κίνα, με τη συντριβή της εργατικής εξέγερσης στη Σαγκάη και άλλα αστικά κέντρα, το 1927· και στην Αγγλία, με την αποτυχία της γενικής απεργίας του 1926 να πυροδοτήσει μια επανάσταση όχι τόσο «αλά Λένιν» όσο «αλά Λούξεμπουργκ», στηριγμένη σε ένα ευρύ, πολυκομματικό κίνημα.
Αυτό που απέμεινε -λιγότερο στην αναπτυγμένη βιομηχανικά Δύση και περισσότερο στη μισοφεουδαρχική Ανατολή- ήταν, κατά κανόνα, κάτι πολύ διαφορετικό από αυτό που είχε φανταστεί ο Μαρξ: Γραφειοκρατικά, καταπιεστικά καθεστώτα, με τον κομμουνισμό απλή σημαία ευκαιρίας ή, στις καλύτερες των περιπτώσεων, μεγάλα κινήματα μαζών, που εμπνέονταν κυρίως από πόθους εθνικής απελευθέρωσης και γρήγορης εκβιομηχάνισης. Δηλαδή, «αστικούς» στόχους, τους οποίους, για συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους, δεν μπορούσε να εκπληρώσει η αστική τάξη μιας Κίνας, ενός Βιετνάμ ή μιας Κούβας.
Επομένως, αυτό που κατέρρευσε το 1989 δεν ήταν ο κομμουνισμός ως επαναστατικό ρεύμα, αλλά ο κομμουνισμός ως ιδεολογικό επίχρισμα ενός αυταρχικού «αναπτυξιακού κράτους» της καθυστερημένης Ανατολής, που βιαζόταν «να φτάσει και να ξεπεράσει τη Δύση» με κάθε τίμημα. Αν και αυτό δεν είναι απόλυτο. Γιατί το 1989, εκτός από την πτώση του Τείχους, ήταν και η χρονιά της βίαιης καταστολής στην πλατεία Τιενανμέν του Πεκίνου. Σήμερα, η «κομμουνιστική» Κίνα είναι το κατ' εξοχήν βιομηχανικό εργαστήριο του πλανήτη και ο μεγαλύτερος πιστωτής της Αμερικής. Και η Δύση εξυμνεί τον Ντενγκ Σιαοπίνγκ, λησμονώντας ότι, εκτός από αρχιτέκτονας των «φιλελεύθερων» οικονομικών μεταρρυθμίσεων, ήταν και εκείνος που έδωσε τη διαταγή στα τανκς να δώσουν τη λύση.
Η δύσκολη ανάδυση μιας νέας Αριστεράς
Ανεξάρτητα από τη φύση των ανατολικών καθεστώτων, η κατάρρευση του 1989 είχε τεράστιες επιπτώσεις στην ευρωπαϊκή Αριστερά. Τα κομμουνιστικά κόμματα συρρικνώθηκαν ή εξαφανίστηκαν, με εξαίρεση το ελληνικό και το πορτογαλικό. Είναι, ωστόσο, ενδιαφέρον ότι τα δύο αυτά κόμματα, όχι μόνο επιβίωσαν, αλλά είχαν και μια ορισμένη άνοδο τα τελευταία χρόνια, σε αντίθεση με τα πολύ μεγαλύτερα, πάλαι ποτέ, κόμματα του ευρωκομμουνισμού, όπως το ιταλικό Κ.Κ., που μετεξελίχθηκε σε Κεντροαριστερά ή το γαλλικό Κ.Κ., που έφτασε στα όρια της εξαφάνισης, αφού συγκυβέρνησε κατ' επανάληψη με τους σοσιαλιστές.
Oπως σημειώνει, όμως, ο Γάλλος φιλόσοφος Ντανιέλ Μπενσέντ στην ισπανική «Ελ Παΐς», «μετά την πτώση του Τείχους μεγάλωσε μια νέα γενιά, που δεν έχει γνωρίσει Ψυχρό Πόλεμο, αλλά θερμούς, ιμπεριαλιστικούς πολέμους, οικολογική και κοινωνική κρίση, ανεργία και σταζ». Ο ριζοσπαστισμός αυτής της γενιάς παίρνει τις πιο διαφορετικές εκφράσεις, από «τον εθνικιστικό και ξενοφοβικό λαϊκισμό» της ακροδεξιάς, μέχρι «έναν νέο μηδενισμό», που μπορεί να φτάσει και στα όρια της τρομοκρατίας. Ωστόσο, σημαντικό τμήμα του στρέφεται προς «μια σαφώς αντικαπιταλιστική, εναλλακτική λύση», ενισχύοντας σοβαρές πολιτικές διεργασίες.
Σ' αυτό το φόντο, αναδύεται σταδιακά μια νέα, ριζοσπαστική Αριστερά στην Ευρώπη: Η «Αριστερά» του Λαφοντέν στη Γερμανία πήρε το 12% των ψήφων και ανέδειξε 76 βουλευτές, ενώ το Αριστερό Μπλοκ της Πορτογαλίας άγγιξε το 10%. Ασταθής, αλλά σημαντική, είναι η επιρροή του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος (ΝΡΑ) της Γαλλίας, του «Κόκκινου και Πράσινου» της Δανίας και του ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι αλήθεια ότι το εν λόγω ρεύμα δεν χαρακτηρίζεται από ιδεολογική και πολιτική συνεκτικότητα - αντίθετα, διατρέχεται από μεγάλες αντιθέσεις. Στον ένα πόλο βρίσκεται ο Λαφοντέν, με στρατηγική «να πιέσουμε τη σοσιαλδημοκρατία για την επάνοδο στο κοινωνικό κράτος». Στον άλλο, τοποθετούνται το Αριστερό Μπλοκ και το ΝΡΑ, που αποκλείουν τη συνεργασία με τη σοσιαλδημοκρατία, θεωρώντας ότι οδηγεί στην πολιτική αυτοκτονία, όπως έδειξε η μοίρα της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης, στην Ιταλία. Φαίνεται όμως πολύ πιθανό ότι η οικονομική ύφεση και η χρόνια, μαζική ανεργία θα τροφοδοτούν, το επόμενο διάστημα, τις κοινωνικές δεξαμενές αυτού του ρεύματος.
kathimerini.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: